-
1 ἰδιό-τροπος
ἰδιό-τροπος, von eigenthümlicher Art u. Weise, Strab. XVII, 823, von besonderer. Größe; κέρατα φύσεως ἰδιοτρόπου κοινωνοῦντα D. Sic. 3, 34; ἡδονή Plut. Non posse 16. – Adv. ἰδιοτρόπως, z. B. τὸν βίον ἔχειν D. Sic. 3, 18.
1 ἰδιό-τροπος
ἰδιό-τροπος, von eigenthümlicher Art u. Weise, Strab. XVII, 823, von besonderer. Größe; κέρατα φύσεως ἰδιοτρόπου κοινωνοῦντα D. Sic. 3, 34; ἡδονή Plut. Non posse 16. – Adv. ἰδιοτρόπως, z. B. τὸν βίον ἔχειν D. Sic. 3, 18.